- μοιριδία
- μοιριδίᾱ , μοιρίδιοςdestinedfem nom/voc/acc dualμοιριδίᾱ , μοιρίδιοςdestinedfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοιρίδια — μοιρίδιος destined neut nom/voc/acc pl μοιρίδιος destined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιρίδιος — μοιρίδιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) [μοίρα] 1. προσδιορισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραμένος («μοιρίδιον ἆμαρ», Πίνδ.) 2. αυτός που καθορίζει τη μοίρα κάποιου («μοιρίδιοι αστέρες», Ορφ. Ύμν.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιρίδια τα… … Dictionary of Greek